- μαντιπόλοι
- μαντιπόλοςfrenziedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαντιπόλος — μαντιπόλος, ον (Α) 1. θεόπνευστος, εμπνευσμένος, ένθους 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μαντιπόλοι οι μάντεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις (βλ. λ. μάντης) + πόλος κατά το οἰωνο πόλος] … Dictionary of Greek